- χιτωνίου
- χιτώνιονwoman's frockneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερυθροχίτων — ο, η 1. αυτός που φέρει ερυθρό χιτώνα 2. (το αρσ. στον πληθ.) οι ερυθροχίτωνες προσωνυμία τών αξιωματικών και στρατιωτών που ανήκαν στο εθελοντικό σώμα τού στρατηγού Γαριβάλδη λόγω τού ερυθρού χιτωνίου τής στολής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός +… … Dictionary of Greek
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
καρμανιόλα — (γαλλ. carmagnole, ιταλ. carmagnola). Τραγούδι ανώνυμου συνθέτη και λαϊκός χορός του δρόμου, κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας (Σεπτέμβριος 1793 Ιούλιος 1794) στη Γαλλική επανάσταση. Λέγεται ότι διαδόθηκε στο Παρίσι από Μασσαλιώτες εθελοντές το… … Dictionary of Greek
παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας … Dictionary of Greek